Αθήνα
Αντίθετη με το Σύνταγμα και τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας θεωρεί η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής τη διάταξη που περιλαμβάνεται στο πολυνομοσχέδιο και καθορίζει το ύψος του κατώτατου ορίου αποδοχών καταργώντας τη συλλογική αυτονομία ξεκαθαρίζοντας πως συλλογική σύμβαση εργασίας δεν μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί με τυπικό νόμο.
Στην έκθεση της Επιτροπής σημειώνεται πως το ζήτημα της σχέσης μεταξύ νομοθετικής εξουσίας και συλλογικής αυτονομίας, δηλαδή το ζήτημα, σε ποιο μέτρο είναι δυνατόν ο νομοθέτης να περιορίζει την ελευθερία σύναψης συλλογικών συμβάσεων, είναι από τα φλέγοντα ζητήματα, που έχουν απασχολήσει τη νομολογία και τη θεωρία.
Όπως τονίζεται το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος (υπό τη συνδυασμένη μάλιστα ερμηνεία του με το άρθρο 23 παρ. 1) περιορίζει την παντοδυναμία του νομοθέτη, καθόσον αφορά τη συλλογική αυτονομία και η συλλογική διαπραγμάτευση οφείλει να αναγνωρισθεί ως ο κύριος ρυθμιστικός παράγων των εργασιακών σχέσεων. Τα ανωτέρω δε ενισχύονται από τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας.
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής υπογραμμίζει πως η συλλογική αυτονομία υποχωρεί υπέρ της αποκλειστικής πολιτειακής ρύθμισης μόνον εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ενώ, εφόσον υπάρχει συλλογική σύμβαση εργασίας, αυτή δεν μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί με τυπικό νόμο. Στο σημείο αυτό σημειώνει πως με την προτεινόμενη διάταξη καταργούνται ρυθμίσεις, οι οποίες προβλέπονται στην ισχύουσα (15.7.2010) Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
«Το εάν εν προκειμένω υφίστανται λόγοι δημοσίου συμφέροντος, και κυρίως εάν ενόψει των διαδοχικών μειώσεων παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, αποτελεί ζήτημα το οποίο τελικώς θα κριθεί από τα αρμόδια Δικαστήρια, εφόσον, ευνοήτως, το ζήτημα τεθεί ενώπιόν τους κατόπιν σχετικής δικαστικής προσφυγής», σημειώνεται στην έκθεση.
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής θέτει και θέμα πλημμελούς διατύπωσης κα θέτει ερωτήματα και για τις αποζημιώσεις απόλυσης. Όπως σημειώνει εν προκειμένω, τίθεται το ερώτημα εάν η μείωση της αποζημίωσης, λόγω
τήρησης της προθεσμίας προειδοποίησης, αφορά μόνο στην αποζημίωση του ν. 2112/1920 ή και την πρόσθετη αποζημίωση που θα οφείλεται στους μισθωτούς οι οποίοι έχουν ήδη συμπληρώσει προϋπηρεσία άνω των 17 ετών.
Η Υπηρεσία ζητά διευκρίνηση στο «εάν σε υπάλληλο με προϋπηρεσία 28 ετών, ως προς τον οποίο τηρείται η προθεσμία προειδοποίησης, θα οφείλεται αποζημίωση 10 μηνών (12 +8 = 20/2 =10) ή 14 μηνών (12/2 = 6 +8 = 14)», σημειώνει μάλιστα πως «ενόψει του ότι η μη καταβολή της πλήρους αποζημιώσεως οδηγεί σε ακυρότητα της καταγγελίας, θα ήταν ίσως σκόπιμο να διευκρινισθεί ποιο ακριβώς τμήμα της αποζημίωσης απομειώνει η τήρηση της προειδοποίησης».