Του Κώστα Καλλίτση / kallitsiskostas@yahoo.com
Προφανώς δεν είναι σωστό, ένας μηχανοδηγός του μετρό, που έχει εκπαιδευτεί για να αποκτήσει την ικανότητα να χειρίζεται έναν σύγχρονο συρμό αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ ώστε να μεταφέρει με ασφάλεια χιλιάδες επιβάτες καθημερινά, να αμείβεται με τα ίδια λεφτά με τα οποία αμείβεται ένας υπάλληλος κάποιου υπουργείου, ο οποίος δεν έχει αντίστοιχη θέση ευθύνης ή, ενδεχομένως (επειδή το κράτος διατηρείται αποστειρωμένο από κάθε έννοια μεταρρύθμισης…) δεν έχει καν πραγματικό αντικείμενο εργασίας. Κι όμως, αυτό ακριβώς συμβαίνει - στο όνομα του ενιαίου μισθολογίου.
Προφανώς, επίσης, δεν είναι σωστή η ισοπεδωτική μεταχείριση των ίδιων των εργαζομένων στα μέσα σταθερής τροχιάς, ανεξάρτητα από το είδος της εργασίας που κάνει και το ύψος του μισθού που εισπράττει καθένας τους. Μέσα στο πλαίσιο του περιορισμού ότι η μισθολογική δαπάνη πρέπει να μειωθεί 19% μεσοσταθμικά σε όλα τα μέσα σταθερής τροχιάς, διατηρείται απολύτως η ευχέρεια να επιμεριστούν οι σχετικές περικοπές ανάλογα με το ύψος του μισθού και την ειδικότητα (σε βάρος, π.χ., των υψηλόμισθων και υπέρ των χαμηλόμισθων τεχνικών και οδηγών). Και οι μισθολογικές αλλαγές να επικυρωθούν με νέες συλλογικές συμβάσεις. Κι όμως, αυτό δεν συμβαίνει. Προκρίνεται η επίταξη. Η νομιμότητα γελοιοποιείται, όπως εύστοχα σχολίασε η Δράση - στο όνομα του νόμου και της τάξης.
Φοβούμαι ότι όσα συμβαίνουν στις συγκοινωνίες αντανακλούν δύο εξαιρετικά αρνητικές, γενικότερες εξελίξεις. Που καταλήγουν σε αδιέξοδο.
Η πρώτη είναι «οικονομική». Πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, όταν το χρήμα τροφοδοτούσε την ελληνική φούσκα οδηγώντας το παρασιτικό μοντέλο της κατανάλωσης με δανεικά στα έσχατα όριά του, όλοι οι μισθοί (συχνά με τρόπο ανορθολογικό και κοινωνικά άδικο, αφού φτάσαμε μία καθαρίστρια υπουργείου να αμείβεται περισσότερο από όσο ένας δάσκαλος, αλλά πάντως…) ανέβαιναν. Μπορεί κανείς να πει, σχηματικά, ότι αυτό που συνέβαινε ήταν μια «ισοπέδωση προς τα πάνω». Μετά το ξέσπασμα της κρίσης και το σπάσιμο της φούσκας, άρχισε η «ισοπέδωση προς τα κάτω». Η αξιοκρατία, η κινητροδότηση, η αμοιβή της ειδίκευσης της εκπαίδευσης, της ευθύνης, της απόδοσης, όλα αυτά απουσιάζουν. Και πριν και τώρα, η ισοπέδωση είναι παρούσα - η κατεύθυνση αλλάζει.
Η δεύτερη είναι «πολιτική». Επειδή το πολιτικό σύστημα δεν διαθέτει κάποιο σχέδιο για την Ελλάδα (πώς θα είναι, πώς θέλουμε να είναι μετά την κρίση…), επειδή δεν έχει μπει, καν, στον κόπο να οργανώσει τον δημόσιο διάλογο για αυτό το θέμα. Δηλαδή, επειδή δεν ξέρει πού πάει. Κι επειδή (ειδικευμένο παλαιόθεν μόνο σε ρουσφέτια και «νταραβέρια»…) δεν είναι ικανό να διευθύνει αποτελεσματικά τη διαδικασία μεταρρύθμισης της χώρας. Δηλαδή, επειδή δεν ξέρει πώς να πάει όπου πάει. Γι’ αυτό, αρκείται να επιδιώκει την επίτευξη των δημοσιονομικών και οικονομικών στόχων που θέτει η τρόικα, όπως όπως, άτσαλα, συντηρητικά, δηλαδή με πολιτικές (μισθολογικές, φορολογικές και άλλες) που αποδιαρθρώνουν το κοινωνικο-πολιτικό μπλοκ της μεταρρύθμισης.
Πρόκειται για εξελίξεις ανησυχητικές. Γιατί, αν το κενό κοινωνικής στήριξης επιχειρηθεί να καλυφθεί από έναν έρποντα αυταρχισμό (όπως προμηνύει η καταιγίδα Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και η -ανέμελα και χαλαρά- κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων…), αυτό θα ισοδυναμούσε με την προσπάθεια επίλυσης ενός προβλήματος με τρόπο που δημιουργεί ένα άλλο, το οποίο ενδέχεται να αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερο, κρισιμότερο, σημαντικότερο. Ειδικά σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και τεράστιας κοινωνικής ανασφάλειας…
ΠΗΓΗ.