Την κατάργηση των επιδόματος γάμου αντιμετωπίζουν από αύριο, Δευτέρα, 1 Απριλίου, 300 χιλιάδες περίπου εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα μετά τη λήξη και της τρίμηνης μετενέργειας της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας...
Παράλληλα παύουν να ισχύουν και μια σειρά από θεσμικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, που περιλαμβάνονταν στη σύμβαση αλλά δεν έχουν κατοχυρωθεί νομοθετικά, ορισμένες από τις οποίες αντανακλούν και στο ύψος των αμοιβών.
Το επίδομα γάμου έχει καταργηθεί για την πλειοψηφία των εργαζομένων, που καλύπτονταν από κλαδικές συμβάσεις, από τις 14 Φεβρουαρίου του 2012, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του υπουργικού Συμβουλίου.
Σύμφωνα με αυτή, διατηρούντο σε ισχύ μόνο οι όροι των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που αφορούσαν, τον εισαγωγικό βασικό μισθό ή ημερομίσθιο, τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης εργασίας.
Με την ίδια πράξη περιορίστηκε μεταξύ άλλων, η μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων σε τρεις μήνες από τη λήξη τους, μειώθηκε ο βασικός μισθός κατά 22% και καταργήθηκε η δυνατότητα των συνδικάτων για μονομερή προσφυγή στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας.
Το επίδομα γάμου είχαν δικαίωμα να μην το καταβάλλουν ήδη από τις 12 Νοεμβρίου του 2012, όσες επιχειρήσεις δεν είναι μέλη εργοδοτικών οργανώσεων, αφού με άλλη νομοθετική ρύθμιση, έχει ορισθεί ότι η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση δεσμεύει μόνο τις επιχειρήσεις που είναι μέλη των φορέων που την υπογράφουν.
Παράλληλα από την 1η Απριλίου τίθεται σε ισχύ, ο νέος μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, βάσει του οποίου, την τελική απόφαση θα λαμβάνει πλέον η εκάστοτε κυβέρνηση μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός δεν υποκαθιστά τους μισθούς που ορίζονται με κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αλλά ορίζει τα κατώτατα όρια για όλη την οικονομία λαμβάνοντας υπόψη, την αγοραστική δύναμη των πλέον χαμηλότερα αμειβομένων και των εργαζομένων στον άτυπο τομέα της οικονομίας.
Στη διαβούλευση θα παίρνουν μέρος οι εκπρόσωποι των οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών: Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), Ελληνική Ένωση Τραπεζών, και Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ). Θα μετέχουν επίσης, οι ερευνητικοί και επιστημονικοί φορείς: Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), Ερευνητικό ινστιτούτο της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ), το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η Εθνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, (ΟΑΕΔ), η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και το ΙΝΣΕΤΕ. Θα υπάρχει επίσης και η γνωμοδότηση της Οικονομικής Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ).
Ήδη η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή -στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι συνδικάτων και εργοδοτών- προετοιμάζει, σύμφωνα με στελέχη της επιτροπής, πρόταση για τη νομοθετική κατοχύρωση θεσμικού χαρακτήρα προβλέψεων της Εθνικής και κλαδικών συμβάσεων που έχουν κατά καιρούς υπογραφεί, με στόχο "τη δημιουργία μιας γραμμής ύστατης άμυνας των εργαζομένων".
Ωστόσο, στελέχη της ΓΣΕΕ αναφέρουν ότι δεν έχει νόημα η συμμετοχή του συνδικάτου σε διαβούλευση για τον βασικό μισθό, εφόσον τις τελικές αποφάσεις θα λάβει ο υπουργός Εργασίας, τάσσονται όμως υπέρ της υπογραφής νέας Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και υποστηρίζουν ότι εκτός από τον μισθό απαιτείται ρύθμιση και συμφωνία σε μια σειρά θεσμικά και εργασιακά ζητήματα όπως οι άδειες ή ο χρόνος εργασίας.
Η θέση αυτή βρίσκει σύμφωνους, σύμφωνα με πληροφορίες, όλους τους κοινωνικούς εταίρους που βρίσκονται σε συνεννόηση, προκειμένου να ξεκινήσουν την διαπραγμάτευση για τη νέα Εθνική Σύμβαση Εργασίας.
Η διαπραγμάτευση όμως δεν μπορεί να ξεκινήσει όσο η ΓΣΕΕ παραμένει ακέφαλη, καθώς μετά τις πρόσφατες αρχαιρεσίες που έγιναν στο πλαίσιο του 35ου συνεδρίου της, δεν έχει συγκροτηθεί το νέο προεδρείο της Συνομοσπονδίας.