Επιστολή-πρόσκληση στους εργοδοτικούς φορείς απέστειλε η ΓΣΕΕ για την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων για την υπογραφή νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Η Συνομοσπονδία, ως αφετηρία των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη νέα ΕΓΣΣΕ, θέτει τη συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2012 με τις εργοδοτικές οργανώσεις, η οποία έχει σημασία να υπενθυμίσουμε ότι προβλέπει επαναφορά του κατωτάτου μισθού στα προ του μνημονίου επίπεδα, ήτοι στα 751,39 ευρώ.
Η συμφωνία είχε πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων από την Τρόικα και οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στην έκδοση πράξης υπουργικού συμβουλίου, που συρρίκνωνε τον κατώτατο μισθό και πλήθος άλλων δικαιωμάτων
Στην επιστολή επισημαίνεται και η ανάγκη ενός νέου κοινού διαβήματος των κοινωνικών εταίρων προς την κυβέρνηση, με το οποίο θα τονίζεται και θα ζητείται η επαναφορά της πλήρους και καθολικής ισχύος της ΕΓΣΣΕ, η επεκτασιμότητα των κλαδικών και ομοιοεπαγγεματικών συμβάσεων και η αποκατάσταση της μετενέργειας
Συγκεκριμένα, η ΓΣΕΕ αναφέρει στην επιστολή-πρόσκληση:
Μετά την αναγκαστική από το νόμο λήξη της ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και τη νομοθετική ναρκοθέτηση του θεσμικού της ρόλου για το μέλλον, τείνει να ολοκληρωθεί το σχέδιο ιδιοποίησης του καθιερωμένου θεσμικού ρόλου των κοινωνικών ανταγωνιστών (εταίρων) από το κράτος και η γενική αποδόμηση του συστήματος των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, από τη βάση μέχρι την κορυφή, ώστε μοναδικός διαπλαστικός παράγοντας ρύθμισης των όρων εργασίας να παραμείνει η ατομική σύμβαση εργασίας, όπως γινόταν στην ιστορική περίοδο πριν την ύπαρξη του εργατικού δικαίου.
Με το νομοθετικά οριζόμενο κατώτατο μισθό και τον περιορισμό εφαρμογής των μισθολογικών όρων της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. μόνο για τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις-μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών οργανώσεων το κράτος ασκεί dumping στις αντιπροσωπευτικότερες εργοδοτικές οργανώσεις, αποβλέποντας ευθέως στην αποψίλωσή τους από τα μέλη τους, εάν λειτουργήσουν αυτόνομα και ανεξάρτητα από τις δικές του επιταγές.
Πρόκειται για αδιέξοδη και επικίνδυνη πολιτική, που απειλεί ευθέως την πολυδιαφημιζόμενη κοινωνική ειρήνη, για την οποία κατά τα λοιπά οι πάντες κόπτονται.
Παρά τα εμπόδια έχουμε όλοι ιστορική υποχρέωση και ευθύνη να κρατήσουμε ενεργό το θεσμό της Εθνικής Σύμβασης και να αποκαταστήσουμε τον δικαιοπολιτικό της ρόλο, που αργά αλλά σταθερά κατακτήθηκε ιδίως τα τελευταία είκοσι χρόνια (χρονικό διάστημα ισχύος του ν.1876/90) χάρη στην υπευθυνότητα, την αντιπροσωπευτικότητα και το κύρος των οργανώσεων που την υπογράφουν.
Είναι αδιανόητος ο εκτοπισμός των κοινωνικών ανταγωνιστών (εταίρων) και η βίαιη επιστροφή στον κρατισμό για τον καθορισμό των όρων εργασίας από την εκτελεστική εξουσία μετά από μη δεσμευτική γνώμη πλειάδας φορέων με ποικίλες θεωρητικές προσεγγίσεις και κατά συνέπεια με αλληλοσυγκρουόμενες προτάσεις. Άλλωστε όλες οι συμβαλλόμενες για την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. οργανώσεις διαθέτουν δικές τους επαρκέστατες υποστηρικτικές δομές τεχνοκρατών και επιστημόνων, αλλά οι τελικές αποφάσεις είναι αναγκαίο και απαραίτητο να λαμβάνονται από τους αιρετούς εκπροσώπους των οργανώσεων και όχι από «πρυτανεία», που συνήθως καταστρώνουν σχέδια επί χάρτου (in vitro).
Τις αποφάσεις είναι αναγκαίο να τις παίρνουν αυτοί που είναι άνθρωποι της δράσης (hommes d’ action), βιώνουν την πραγματική οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου (in vivo όχι in vitro) και έχουν εκλεγεί δημοκρατικά, για να διεκδικούν τα καλώς εννοούμενα ταξικά συμφέροντα αυτών που αντιπροσωπεύουν.
Αυτή τη θεμελιώδη παραδοχή όλων των ευνομούμενων κρατών στον κόσμο εξυπηρετούν η αρχή της συλλογικής αυτονομίας (ανεμπόδιστη ελευθερία σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας) και της ελεύθερης και ανεμπόδιστης οργάνωσης εργοδοτών και εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις (Δ.Σ.Ε. 98,87 κλπ).
Με την επίκληση της οικονομικής κρίσης και υπό τον χαρακτηρισμό της οικονομικής κατάστασης της χώρας σαν έκτακτης ανάγκης οι τεχνοκράτες της τρόικας και όσοι κρύπτονται πίσω από αυτούς, παραβιάζουν στοιχειώδεις αρχές του ελληνικού και διεθνούς δικαιϊκού συστήματος. Αδιαφορούν για τις εγγυήσεις που το σύστημα αυτό παρέχει για τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή.
Επιβάλλουν σειρά σπασμωδικών μέτρων αλλά με σαφή προσανατολισμό, που συμπυκνώνεται στην πολιτική της δραστικής εσωτερικής υποτίμησης, την καταβύθιση της ελληνικής οικονομίας στην ύφεση, το κλείσιμο χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, τη ραγδαία μείωση των μισθών και της αγοραστικής δύναμης των μικρομεσαίων στρωμάτων, τη φορομπηχτική επιδρομή στο εναπομείναν εισόδημα, τα ακίνητα και τις καταθέσεις, την κατάρρευση των ασφαλιστικών Ταμείων και των παροχών του κοινωνικού κράτους, τη φτωχοποίηση των ελλήνων.
Βραχίονα αυτής της πολιτικής αποτέλεσαν και οι πρωτοφανείς νομοθετικές παρεμβάσεις στην Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2010-2012, όπως η μείωση κατά 22% των κατώτατων αμοιβών, χωρίς ν’απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων, η δυσμενής διακριτική μεταχείριση των νέων κάτω των 25 ετών, για τους οποίους η μείωση ανέρχεται στο 32%, η αναστολή ισχύος της ρήτρας της ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. για τις τριετίες, μέχρις η ανεργία να πέσει κάτω του 10%, η ex lege λήξη της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. στις 14-2-2013, ο μόνιμος περιορισμός σε τρίμηνο (αντί εξάμηνο) της εκ του νόμου παράτασης ισχύος των κανονιστικών όρων της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που αποσκοπούσε σε διευκόλυνση υπογραφής νέας σύμβασης, ο μόνιμος περιορισμός της μετενέργειας (εφόσον δεν επιτευχθεί η σύναψη νέας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) μόνο στον βασικό και τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. τριετίες, οι οποίες όμως και αυτές παγώνουν στο επίπεδο που είχαν διαμορφωθεί στις 14/2/2012.
Η Συνομοσπονδία, ως αφετηρία των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη νέα ΕΓΣΣΕ, θέτει τη συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2012 με τις εργοδοτικές οργανώσεις, η οποία έχει σημασία να υπενθυμίσουμε ότι προβλέπει επαναφορά του κατωτάτου μισθού στα προ του μνημονίου επίπεδα, ήτοι στα 751,39 ευρώ.
Η συμφωνία είχε πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων από την Τρόικα και οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στην έκδοση πράξης υπουργικού συμβουλίου, που συρρίκνωνε τον κατώτατο μισθό και πλήθος άλλων δικαιωμάτων
Στην επιστολή επισημαίνεται και η ανάγκη ενός νέου κοινού διαβήματος των κοινωνικών εταίρων προς την κυβέρνηση, με το οποίο θα τονίζεται και θα ζητείται η επαναφορά της πλήρους και καθολικής ισχύος της ΕΓΣΣΕ, η επεκτασιμότητα των κλαδικών και ομοιοεπαγγεματικών συμβάσεων και η αποκατάσταση της μετενέργειας
Συγκεκριμένα, η ΓΣΕΕ αναφέρει στην επιστολή-πρόσκληση:
Μετά την αναγκαστική από το νόμο λήξη της ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και τη νομοθετική ναρκοθέτηση του θεσμικού της ρόλου για το μέλλον, τείνει να ολοκληρωθεί το σχέδιο ιδιοποίησης του καθιερωμένου θεσμικού ρόλου των κοινωνικών ανταγωνιστών (εταίρων) από το κράτος και η γενική αποδόμηση του συστήματος των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, από τη βάση μέχρι την κορυφή, ώστε μοναδικός διαπλαστικός παράγοντας ρύθμισης των όρων εργασίας να παραμείνει η ατομική σύμβαση εργασίας, όπως γινόταν στην ιστορική περίοδο πριν την ύπαρξη του εργατικού δικαίου.
Με το νομοθετικά οριζόμενο κατώτατο μισθό και τον περιορισμό εφαρμογής των μισθολογικών όρων της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. μόνο για τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις-μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών οργανώσεων το κράτος ασκεί dumping στις αντιπροσωπευτικότερες εργοδοτικές οργανώσεις, αποβλέποντας ευθέως στην αποψίλωσή τους από τα μέλη τους, εάν λειτουργήσουν αυτόνομα και ανεξάρτητα από τις δικές του επιταγές.
Πρόκειται για αδιέξοδη και επικίνδυνη πολιτική, που απειλεί ευθέως την πολυδιαφημιζόμενη κοινωνική ειρήνη, για την οποία κατά τα λοιπά οι πάντες κόπτονται.
Παρά τα εμπόδια έχουμε όλοι ιστορική υποχρέωση και ευθύνη να κρατήσουμε ενεργό το θεσμό της Εθνικής Σύμβασης και να αποκαταστήσουμε τον δικαιοπολιτικό της ρόλο, που αργά αλλά σταθερά κατακτήθηκε ιδίως τα τελευταία είκοσι χρόνια (χρονικό διάστημα ισχύος του ν.1876/90) χάρη στην υπευθυνότητα, την αντιπροσωπευτικότητα και το κύρος των οργανώσεων που την υπογράφουν.
Είναι αδιανόητος ο εκτοπισμός των κοινωνικών ανταγωνιστών (εταίρων) και η βίαιη επιστροφή στον κρατισμό για τον καθορισμό των όρων εργασίας από την εκτελεστική εξουσία μετά από μη δεσμευτική γνώμη πλειάδας φορέων με ποικίλες θεωρητικές προσεγγίσεις και κατά συνέπεια με αλληλοσυγκρουόμενες προτάσεις. Άλλωστε όλες οι συμβαλλόμενες για την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. οργανώσεις διαθέτουν δικές τους επαρκέστατες υποστηρικτικές δομές τεχνοκρατών και επιστημόνων, αλλά οι τελικές αποφάσεις είναι αναγκαίο και απαραίτητο να λαμβάνονται από τους αιρετούς εκπροσώπους των οργανώσεων και όχι από «πρυτανεία», που συνήθως καταστρώνουν σχέδια επί χάρτου (in vitro).
Τις αποφάσεις είναι αναγκαίο να τις παίρνουν αυτοί που είναι άνθρωποι της δράσης (hommes d’ action), βιώνουν την πραγματική οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου (in vivo όχι in vitro) και έχουν εκλεγεί δημοκρατικά, για να διεκδικούν τα καλώς εννοούμενα ταξικά συμφέροντα αυτών που αντιπροσωπεύουν.
Αυτή τη θεμελιώδη παραδοχή όλων των ευνομούμενων κρατών στον κόσμο εξυπηρετούν η αρχή της συλλογικής αυτονομίας (ανεμπόδιστη ελευθερία σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας) και της ελεύθερης και ανεμπόδιστης οργάνωσης εργοδοτών και εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις (Δ.Σ.Ε. 98,87 κλπ).
Με την επίκληση της οικονομικής κρίσης και υπό τον χαρακτηρισμό της οικονομικής κατάστασης της χώρας σαν έκτακτης ανάγκης οι τεχνοκράτες της τρόικας και όσοι κρύπτονται πίσω από αυτούς, παραβιάζουν στοιχειώδεις αρχές του ελληνικού και διεθνούς δικαιϊκού συστήματος. Αδιαφορούν για τις εγγυήσεις που το σύστημα αυτό παρέχει για τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή.
Επιβάλλουν σειρά σπασμωδικών μέτρων αλλά με σαφή προσανατολισμό, που συμπυκνώνεται στην πολιτική της δραστικής εσωτερικής υποτίμησης, την καταβύθιση της ελληνικής οικονομίας στην ύφεση, το κλείσιμο χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, τη ραγδαία μείωση των μισθών και της αγοραστικής δύναμης των μικρομεσαίων στρωμάτων, τη φορομπηχτική επιδρομή στο εναπομείναν εισόδημα, τα ακίνητα και τις καταθέσεις, την κατάρρευση των ασφαλιστικών Ταμείων και των παροχών του κοινωνικού κράτους, τη φτωχοποίηση των ελλήνων.
Βραχίονα αυτής της πολιτικής αποτέλεσαν και οι πρωτοφανείς νομοθετικές παρεμβάσεις στην Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2010-2012, όπως η μείωση κατά 22% των κατώτατων αμοιβών, χωρίς ν’απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων, η δυσμενής διακριτική μεταχείριση των νέων κάτω των 25 ετών, για τους οποίους η μείωση ανέρχεται στο 32%, η αναστολή ισχύος της ρήτρας της ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. για τις τριετίες, μέχρις η ανεργία να πέσει κάτω του 10%, η ex lege λήξη της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. στις 14-2-2013, ο μόνιμος περιορισμός σε τρίμηνο (αντί εξάμηνο) της εκ του νόμου παράτασης ισχύος των κανονιστικών όρων της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που αποσκοπούσε σε διευκόλυνση υπογραφής νέας σύμβασης, ο μόνιμος περιορισμός της μετενέργειας (εφόσον δεν επιτευχθεί η σύναψη νέας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) μόνο στον βασικό και τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. τριετίες, οι οποίες όμως και αυτές παγώνουν στο επίπεδο που είχαν διαμορφωθεί στις 14/2/2012.