Σε περίπτωση σημαντικής καθυστερήσεως τρένου, ακόμη και αν αυτή οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας, οι επιβάτες έχουν δικαίωμα να επιστραφεί σ’ αυτούς μέρος του αντιτίμου του εισιτηρίου σιδηροδρομικής μεταφοράς τους.
Το δικαιώμα του επιβάτη να ζητήσουν την επιστροφή μέρους του αντιτίμου του εισιτηρίου θεσπίζει με από φαση του το Ευρωπαικό Δικαστήριο αλλά επίσης κάνει γνωστό ότι μια σιδηροδρομική επιχείρηση δεν δύναται να συμπεριλάβει, στους γενικούς όρους μεταφοράς τους οποίους εφαρμόζει, ρήτρα που να την απαλλάσσει από την υποχρέωσή της να καταβάλει αποζημίωση κομίστρου λόγω καθυστερήσεως, όταν η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας. Ο μεταφορέας δεν δύναται να επικαλεσθεί τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, που τον απαλλάσσουν, σε περίπτωση ανωτέρας βίας, από την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω καθυστερήσεως, προκειμένου να εκφύγει της υποχρεώσεώς του σχετικά με την επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου Ο κανονισμός σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών 1 προβλέπει ότι η ευθύνη των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων σε περίπτωση καθυστερήσεως διέπεται από τους ενιαίους κανόνες σχετικά με τη σύμβαση διεθνούς σιδηροδρομικής μεταφοράς επιβατών και αποσκευών 2, υπό την επιφύλαξη των εφαρμοστέων στον τομέα αυτό διατάξεων του κανονισμού. Σύμφωνα με τους ενιαίους κανόνες, οι οποίοι εμπίπτουν στο διεθνές δίκαιο και επαναλαμβάνονται σε παράρτημα του κανονισμού, ο σιδηροδρομικός μεταφορέας είναι υπεύθυνος έναντι του επιβάτη για τη ζημία που προκύπτει από το γεγονός ότι, λόγω της καθυστερήσεως, το ταξίδι δεν μπορεί να συνεχιστεί την ίδια ημέρα ή η συνέχισή του δεν είναι λογικά απαιτητή την ίδια ημέρα. Πάντως, η ευθύνη του μεταφορέα αποκλείεται όταν η καθυστέρηση οφείλεται στην επέλευση περιστατικού ανωτέρας βίας, ήτοι, μεταξύ άλλων, σε περιστάσεις άσχετες προς τη σιδηροδρομική εκμετάλλευση που ο μεταφορέας δεν μπορούσε να αποφύγει. Ο κανονισμός προβλέπει ότι ένας επιβάτης, του οποίου το δρομολόγιο έχει καθυστέρηση μίας ώρας και άνω, μπορεί να ζητήσει από τη σιδηροδρομική επιχείρηση τη μερική επιστροφή του κομίστρου που αυτός έχει καταβάλει. Η εν λόγω αποζημίωση ανέρχεται τουλάχιστον στο 25 % του κομίστρου για καθυστέρηση 60 έως 119 λεπτών και τουλάχιστον στο 50 % του κομίστρου για καθυστέρηση 120 λεπτών και άνω. Ο κανονισμός δεν προβλέπει καμία εξαίρεση όσον αφορά αυτό το δικαίωμα αποζημιώσεως του κομίστρου όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας. Στο πλαίσιο αυτό, το Verwaltungsgerichtshof (Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ζήτησε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διευκρινίσει αν μια σιδηροδρομική επιχείρηση μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να καταβάλει αποζημίωση κομίστρου όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας. Το Αυστριακό Διοικητικό Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επί προσφυγής την οποία άσκησε η αυστριακή σιδηροδρομική επιχείρηση ÖBB-Personenverkehr AG κατά της αποφάσεως με την οποία η αυστριακή επιτροπή ελέγχου στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών υποχρέωσε την ως άνω επιχείρηση να προβεί σε κατάργηση μιας διατάξεως η οποία περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους συναλλαγών, τους οποίους εφαρμόζει η ως άνω επιχείρηση, και η οποία αποκλείει την καταβολή οποιασδήποτε αποζημιώσεως σε περίπτωση ανωτέρας βίας. Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει, ευθύς εξ αρχής, ότι ο ίδιος ο κανονισμός δεν απαλλάσσει τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις από την υποχρέωσή τους να καταβάλουν αποζημίωση κομίστρου όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι ενιαίοι κανόνες, οι οποίοι απαλλάσσουν τον μεταφορέα από την υποχρέωσή του να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση ανωτέρας βίας, αφορούν μόνον το δικαίωμα των επιβατών για αποκατάσταση της ζημίας την οποία προκάλεσε η καθυστέρηση ή η ακύρωση ενός δρομολογίου. Αντιθέτως, η προβλεπόμενη από τον κανονισμό αποζημίωση, η οποία υπολογίζεται βάσει του κομίστρου, έχει έναν τελείως διαφορετικό προσανατολισμό, δηλαδή κατατείνει στην αντιστάθμιση του τιμήματος που κατέβαλε ο επιβάτης ως αντάλλαγμα για υπηρεσία της οποίας η παροχή δεν εκπληρώθηκε κατά τρόπο σύμφωνο προς τη σύμβαση μεταφοράς. Επιπλέον, πρόκειται για μορφή τυποποιημένης και κατ’ αποκοπήν χρηματοοικονομικής αντισταθμίσεως, σε αντίθεση με το προβλεπόμενο από τους ενιαίους κανόνες καθεστώς ευθύνης που προϋποθέτει την εξατομικευμένη εκτίμηση της προκληθείσας ζημίας. Εξάλλου, δεδομένου ότι τα δύο αυτά καθεστώτα ευθύνης είναι τελείως διαφορετικά, οι επιβάτες, πέραν της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως, μπορούν επίσης να ασκούν αγωγές αποζημιώσεως δυνάμει των ενιαίων κανόνων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο συνάγει ότι οι αιτίες απαλλαγής από την ευθύνη του μεταφορέα, οι οποίες προβλέπονται από τους ενιαίους κανόνες, δεν έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο του συστήματος αποζημιώσεως που έχει θεσπίσει ο κανονισμός. Συναφώς, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού καταδεικνύουν απερίφραστα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να επεκτείνει την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως του κομίστρου και στις περιπτώσεις στις οποίες οι μεταφορείς απαλλάσσονται από την ευθύνη τους όσον αφορά την καταβολή αποζημιώσεως δυνάμει των ενιαίων κανόνων. Το Δικαστήριο απορρίπτει, επίσης, την κατ’ αναλογία εφαρμογή των σχετικών με την ανωτέρα βία κανόνων που περιλαμβάνονται στις διατάξεις που αφορούν τα δικαιώματα των επιβατών που χρησιμοποιούν άλλα μέσα μεταφοράς, όπως το αεροπλάνο, το πλοίο, το πούλμαν και το λεωφορείο. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι διάφοροι τρόποι μεταφοράς δεν είναι εναλλάξιμοι όσον αφορά τους όρους χρησιμοποιήσεώς τους, η κατάσταση στην οποία τελούν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους διάφορους τομείς μεταφορών δεν είναι συγκρίσιμη. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο απαντά ότι μια σιδηροδρομική επιχείρηση δεν δύναται να συμπεριλάβει, στους γενικούς όρους μεταφοράς τους οποίους εφαρμόζει, ρήτρα που να την απαλλάσσει από την υποχρέωσή της να καταβάλει αποζημίωση κομίστρου λόγω καθυστερήσεως, όταν η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας.
Το δικαιώμα του επιβάτη να ζητήσουν την επιστροφή μέρους του αντιτίμου του εισιτηρίου θεσπίζει με από φαση του το Ευρωπαικό Δικαστήριο αλλά επίσης κάνει γνωστό ότι μια σιδηροδρομική επιχείρηση δεν δύναται να συμπεριλάβει, στους γενικούς όρους μεταφοράς τους οποίους εφαρμόζει, ρήτρα που να την απαλλάσσει από την υποχρέωσή της να καταβάλει αποζημίωση κομίστρου λόγω καθυστερήσεως, όταν η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας. Ο μεταφορέας δεν δύναται να επικαλεσθεί τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, που τον απαλλάσσουν, σε περίπτωση ανωτέρας βίας, από την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω καθυστερήσεως, προκειμένου να εκφύγει της υποχρεώσεώς του σχετικά με την επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου Ο κανονισμός σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών 1 προβλέπει ότι η ευθύνη των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων σε περίπτωση καθυστερήσεως διέπεται από τους ενιαίους κανόνες σχετικά με τη σύμβαση διεθνούς σιδηροδρομικής μεταφοράς επιβατών και αποσκευών 2, υπό την επιφύλαξη των εφαρμοστέων στον τομέα αυτό διατάξεων του κανονισμού. Σύμφωνα με τους ενιαίους κανόνες, οι οποίοι εμπίπτουν στο διεθνές δίκαιο και επαναλαμβάνονται σε παράρτημα του κανονισμού, ο σιδηροδρομικός μεταφορέας είναι υπεύθυνος έναντι του επιβάτη για τη ζημία που προκύπτει από το γεγονός ότι, λόγω της καθυστερήσεως, το ταξίδι δεν μπορεί να συνεχιστεί την ίδια ημέρα ή η συνέχισή του δεν είναι λογικά απαιτητή την ίδια ημέρα. Πάντως, η ευθύνη του μεταφορέα αποκλείεται όταν η καθυστέρηση οφείλεται στην επέλευση περιστατικού ανωτέρας βίας, ήτοι, μεταξύ άλλων, σε περιστάσεις άσχετες προς τη σιδηροδρομική εκμετάλλευση που ο μεταφορέας δεν μπορούσε να αποφύγει. Ο κανονισμός προβλέπει ότι ένας επιβάτης, του οποίου το δρομολόγιο έχει καθυστέρηση μίας ώρας και άνω, μπορεί να ζητήσει από τη σιδηροδρομική επιχείρηση τη μερική επιστροφή του κομίστρου που αυτός έχει καταβάλει. Η εν λόγω αποζημίωση ανέρχεται τουλάχιστον στο 25 % του κομίστρου για καθυστέρηση 60 έως 119 λεπτών και τουλάχιστον στο 50 % του κομίστρου για καθυστέρηση 120 λεπτών και άνω. Ο κανονισμός δεν προβλέπει καμία εξαίρεση όσον αφορά αυτό το δικαίωμα αποζημιώσεως του κομίστρου όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας. Στο πλαίσιο αυτό, το Verwaltungsgerichtshof (Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) ζήτησε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διευκρινίσει αν μια σιδηροδρομική επιχείρηση μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να καταβάλει αποζημίωση κομίστρου όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας. Το Αυστριακό Διοικητικό Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επί προσφυγής την οποία άσκησε η αυστριακή σιδηροδρομική επιχείρηση ÖBB-Personenverkehr AG κατά της αποφάσεως με την οποία η αυστριακή επιτροπή ελέγχου στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών υποχρέωσε την ως άνω επιχείρηση να προβεί σε κατάργηση μιας διατάξεως η οποία περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους συναλλαγών, τους οποίους εφαρμόζει η ως άνω επιχείρηση, και η οποία αποκλείει την καταβολή οποιασδήποτε αποζημιώσεως σε περίπτωση ανωτέρας βίας. Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει, ευθύς εξ αρχής, ότι ο ίδιος ο κανονισμός δεν απαλλάσσει τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις από την υποχρέωσή τους να καταβάλουν αποζημίωση κομίστρου όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι ενιαίοι κανόνες, οι οποίοι απαλλάσσουν τον μεταφορέα από την υποχρέωσή του να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση ανωτέρας βίας, αφορούν μόνον το δικαίωμα των επιβατών για αποκατάσταση της ζημίας την οποία προκάλεσε η καθυστέρηση ή η ακύρωση ενός δρομολογίου. Αντιθέτως, η προβλεπόμενη από τον κανονισμό αποζημίωση, η οποία υπολογίζεται βάσει του κομίστρου, έχει έναν τελείως διαφορετικό προσανατολισμό, δηλαδή κατατείνει στην αντιστάθμιση του τιμήματος που κατέβαλε ο επιβάτης ως αντάλλαγμα για υπηρεσία της οποίας η παροχή δεν εκπληρώθηκε κατά τρόπο σύμφωνο προς τη σύμβαση μεταφοράς. Επιπλέον, πρόκειται για μορφή τυποποιημένης και κατ’ αποκοπήν χρηματοοικονομικής αντισταθμίσεως, σε αντίθεση με το προβλεπόμενο από τους ενιαίους κανόνες καθεστώς ευθύνης που προϋποθέτει την εξατομικευμένη εκτίμηση της προκληθείσας ζημίας. Εξάλλου, δεδομένου ότι τα δύο αυτά καθεστώτα ευθύνης είναι τελείως διαφορετικά, οι επιβάτες, πέραν της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως, μπορούν επίσης να ασκούν αγωγές αποζημιώσεως δυνάμει των ενιαίων κανόνων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο συνάγει ότι οι αιτίες απαλλαγής από την ευθύνη του μεταφορέα, οι οποίες προβλέπονται από τους ενιαίους κανόνες, δεν έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο του συστήματος αποζημιώσεως που έχει θεσπίσει ο κανονισμός. Συναφώς, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού καταδεικνύουν απερίφραστα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να επεκτείνει την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως του κομίστρου και στις περιπτώσεις στις οποίες οι μεταφορείς απαλλάσσονται από την ευθύνη τους όσον αφορά την καταβολή αποζημιώσεως δυνάμει των ενιαίων κανόνων. Το Δικαστήριο απορρίπτει, επίσης, την κατ’ αναλογία εφαρμογή των σχετικών με την ανωτέρα βία κανόνων που περιλαμβάνονται στις διατάξεις που αφορούν τα δικαιώματα των επιβατών που χρησιμοποιούν άλλα μέσα μεταφοράς, όπως το αεροπλάνο, το πλοίο, το πούλμαν και το λεωφορείο. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι διάφοροι τρόποι μεταφοράς δεν είναι εναλλάξιμοι όσον αφορά τους όρους χρησιμοποιήσεώς τους, η κατάσταση στην οποία τελούν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους διάφορους τομείς μεταφορών δεν είναι συγκρίσιμη. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο απαντά ότι μια σιδηροδρομική επιχείρηση δεν δύναται να συμπεριλάβει, στους γενικούς όρους μεταφοράς τους οποίους εφαρμόζει, ρήτρα που να την απαλλάσσει από την υποχρέωσή της να καταβάλει αποζημίωση κομίστρου λόγω καθυστερήσεως, όταν η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε περιστατικό ανωτέρας βίας.