Γράφει ο Δημήτρης Νικολάου
Η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνει μιας άνευ προηγουμένου καταστροφής παρά τις διαβεβαιώσεις των αρμοδίων Υπουργών της προηγούμενης κυβέρνησης ότι η οικονομία της είναι επαρκώς θωρακισμένη. Τα λάθη, οι...
εγκληματικές παραλείψεις, η μη έγκαιρη λήψη κατάλληλων μέτρων και ο – πολλές φορές – ερασιτεχνικός επικοινωνιακός χειρισμός της δεινής οικονομικής κατάστασης από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, κατέληξαν στην αναπόφευκτη λύση του ΔΝΤ και της ΕΕ.
Η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνει μιας άνευ προηγουμένου καταστροφής παρά τις διαβεβαιώσεις των αρμοδίων Υπουργών της προηγούμενης κυβέρνησης ότι η οικονομία της είναι επαρκώς θωρακισμένη. Τα λάθη, οι...
εγκληματικές παραλείψεις, η μη έγκαιρη λήψη κατάλληλων μέτρων και ο – πολλές φορές – ερασιτεχνικός επικοινωνιακός χειρισμός της δεινής οικονομικής κατάστασης από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, κατέληξαν στην αναπόφευκτη λύση του ΔΝΤ και της ΕΕ.
Στην καταστροφική πορεία αυτή έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης ΟΛΟ το πολιτικό σύστημα της χώρας από το 1974 και εντεύθεν. Ευθύνη όχι μόνο για αυτά που έκανε αλλά κυρίως για αυτά που δεν έκανε και για όσα με ένοχη σιωπή αποδέχτηκε και πολλές φορές συνωμοτικά προώθησε, άλλοτε προς ίδιον όφελος και άλλοτε προς όφελος της εκλογικής του πελατείας και των αφεντικών του.
Κομμάτι της ευθύνης έχει και ο δοκιμαζόμενος λαός – στο όνομα του οποίου είχε στηθεί το πάρτι εδώ και τριάντα χρόνια. Έχει ευθύνη γιατί δεν πρόσεχε όταν έστελνε στη Βουλή άτομα, τα οποία κατ’ επανάληψη είχαν δείξει «ανάρμοστη συμπεριφορά» είτε με την διοικητική ανικανότητά τους είτε με την «εξαιρετική ικανότητά τους» να βάζουν το χέρι στο μέλι. Έχει ευθύνη διότι με μεγάλη προθυμία παρέβλεπε τα παραπάνω αρκεί κάποιος να του « βόλευε» το παιδί στο Δημόσιο ή να του «καθάριζε» μια παράνομη ή αμφιβόλου νομιμότητας υπόθεση.
Έτσι λοιπόν με ένα διαλυμένο, διαβρωμένο και διεφθαρμένο κράτος, το οποίο δεν ήταν ικανό όχι να τιθασεύσει την φοροδιαφυγή -που έχει γίνει εθνικό σπορ- αλλά ούτε να εισπράξει τους βεβαιωμένους φόρους, καθίσαμε μπροστά στους «σωτήρες μας» χωρίς καν να διαπραγματευτούμε τους όρους της παράδοσής μας.
Εκεί λοιπόν μέσα στα πολλά επιχειρήματα οι διαπραγματευτές μας ξέχασαν τη γενιά του ¨40. Ξέχασαν δηλαδή ότι οι άνθρωποι των 75 χρονών και πάνω – όσοι ζουν – έχουν περάσει κατοχή και εμφύλιο πόλεμο. Πολλοί από αυτούς έχουν πολεμήσει για να βρούμε εμείς αρκετά αγαθά και ευκολίες για να τα σπαταλάμε. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που δούλεψαν μια ζωή σκληρά για να αναθρέψουν και να σπουδάσουν εμάς που – κατά κανόνα- δεν συμμετείχαν στο μεγάλο φαγοπότι των τελευταίων χρόνων γιατί έτρεχαν πίσω από τη δόση του δανείου για το σπίτι, το ενοίκιο του παιδιού που σπουδάζει στην επαρχία, τον λογαριασμό του μπακάλι κλπ κλπ.
Σε αυτούς πρέπει σήμερα να τους πούμε ότι εμείς τα κάναμε μαντάρα και γι’αυτό θα τους μειώσουμε τα ψίχουλα που τους δίνουμε για σύνταξη, θα τους μειώσουμε τα φάρμακα και ότι με λίγα λόγια αν δεν έχουν κανένα παιδί να αναλάβει τα έξοδά τους δεν φταίμε εμείς, φταίνε εκείνοι που το παρατράβηξαν και έζησαν παραπάνω και τώρα μας είναι βάρος.
Αναρωτιέμαι τι θα κόστιζε αν «οι διαπραγματευτές μας ύψωναν τη φωνή τους» και έλεγαν «κόψτε ότι θέλετε από εμάς αλλά μην τολμήσετε να πειράξετε τίποτε από τα γεροντάκια από 75 χρονών και πάνω». Να τους αφήσουμε ήσυχους. Αρκετά έκαναν για εμάς. Μια ζωή στερήθηκαν για να προκόψουμε εμείς.
Τώρα που εμείς αποδειχτήκαμε ανεπρόκοποι, με τι μούτρα θα τους κοιτάξουμε στα μάτια και θα τους ζητήσουμε να μοιραστούν για άλλη μια φορά τα ψίχουλα τους μαζί μας γιατί τόσα χρόνια δεν χορτάσαμε με αυτά που φάγαμε καθήμενοι χωρίς να παράγουμε τίποτε, ζώντας με δανεικά.
Μια τέτοια πράξη όμως προϋποθέτει αίσθημα ευθύνης, γενναιότητα, σεβασμό και νηφαλιότητα. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι κάποιο από τα παραπάνω έχει περισσέψει σε ικανή δόση.
Να γιατί από την Κυριακή του Καστελόριζου και δώθε αισθάνομαι προδομένος, προσβεβλημένος θυμωμένος και δύσπιστος. Θα παραμείνω έτσι αναζητώντας αξιόπιστη διέξοδο αναμετρώντας πάντοτε την ευθύνη της γενιάς μου για την κατάντια των γονιών μας.