Σύλβια Κοιλάκου, Μαρία Ξιφαρά*
Στις 21-24 Μαρτίου θα διεξαχθεί το 35ο συνέδριο της ΓΣΕΕ στην Αλεξανδρούπολη. Τα 3 χρόνια που μεσολάβησαν από το προηγούμενο συνέδριο σημαδεύτηκαν από τη μεγαλύτερη επίθεση που δέχθηκε η εργατική τάξη στη χώρα από τον πόλεμο και μετά. Τίποτα δεν είναι το ίδιο για τους εργαζόμενους.
Η επιλογή της πόλης, σύμφωνα με τις συνεντεύξεις των συνδικαλιστών, έγινε προκειμένου να υποστηριχθεί μια περιοχή με έντονη ανεργία και προϊούσα αποβιομηχάνιση. Δεν είναι όμως αυτή η πραγματικότητα. Η πραγματική βούληση της ηγεσίας ήταν η αποφυγή πιθανών αντιδράσεων δικαιολογημένης οργής για τον εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό που ασκεί η συνομοσπονδία. Άλλωστε, αυτός δεν είναι ο λόγος που ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ δεν εμφανίζεται εδώ και πολύ καιρό στις απεργιακές συγκεντρώσεις ;
Το συνέδριο της μεγαλύτερης εργατικής ομοσπονδίας δεν είναι μόνο αναντίστοιχο των αναγκών των εργαζόμενων από την πλευρά της συζήτησης, των αποφάσεων, της σύνθεσης του σώματος. Στην πραγματικότητα, τα εκατομμύρια των εργαζομένων αλλά και ανέργων δεν βλέπουν τον εαυτό τους, δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα για το παρόν και το μέλλον τους, δεν εκπροσωπούνται σε μεγάλο βαθμό στα πολυτελή ξενοδοχεία όπου θα βρεθούν οι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ. Πώς θα εκπροσωπηθεί ο άνεργος ή ο νέος εργαζόμενος των 360-380 ευρώ από τον Διευθυντή τράπεζας Παναγόπουλο του ετήσιου μισθού πάνω από 100.000;
Η ΓΣΕΕ συσπειρώνει πλέον όλο και μικρότερο τμήμα εργαζομένων, διαμορφώνοντας όρους σκληρής ιεραρχίας, κλειστών δομών και «αντιπροσώπευσης». Έχει άμεση σχέση με πολιτικούς-κρατικούς φορείς, εξάρτηση από οικονομικές πηγές του συστήματος. Πρωτοστατεί με τα ΚΕΚ-ΙΝΕ κοινωφελούς εργασίας, στην δημιουργία του νέου τύπου «εργαζομένου» που έχει ανάγκη το κεφάλαιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δικαιολογημένα λοιπόν η συνδικαλιστική ηγεσία δείχνει τον φόβο που τη διακατέχει απέναντι στον κόσμο της εργασίας.
Εξάλλου οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται πως σήμερα η ΓΣΕΕ, όπως και η ΑΔΕΔΥ και μια σειρά ομοσπονδίες και συνδικάτα, αποτελούν μέρος του προβλήματος και όχι όργανα προάσπισης των εργατικών συμφερόντων. Πως οι κινητοποιήσεις χωρίς κλιμάκωση και προοπτική που εξαγγέλλουν, δεν αποτελούν απλά ντουφεκιές στον αέρα αλλά συνειδητή βαλβίδα εκτόνωσης της εργατικής και λαϊκής οργής και υπονομεύουν τον αγώνα ενάντια στα μέτρα και την ανατροπή τους.
Ο κατήφορός τους δεν έχει πάτο, όπως φάνηκε στις τελευταίες μεγάλες φετινές κλαδικές απεργίες, καθώς αρνήθηκαν να «καλύψουν» τους αγώνες που ξέσπασαν (πχ ΜΕΤΡΟ, ναυτεργάτες), πολύ περισσότερο να τους γενικεύσουν, να δώσουν πανεργατική απάντηση. Εξακολουθούν να αυτοπροσδιορίζονται ως «κοινωνικοί εταίροι» και «σηκώνουν» τη σημαία της διαπραγμάτευσης στα όρια της «εθνικής οικονομίας», σε μια εποχή που το κεφάλαιο δείχνει να τους έχει όλο και λιγότερο ανάγκη.
Και σε αυτό το συνέδριο, για ακόμα μια φορά, θα κληθούν να εκλέξουν όργανο και να καθορίσουν την κατεύθυνση της ομοσπονδίας, αντιπρόσωποι που έχουν εκλεγεί μέχρι και 3 χρόνια νωρίτερα. Το στίγμα θα δώσουν οι μεγάλες ομοσπονδίες των ΔΕΚΟ ενώ θα απουσιάζει συντριπτικά ο ιδιωτικός τομέας με την χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα.
Για άλλη μια φορά θα αναπαραχθεί το μοντέλο του κομματικού παραταξιακού συνδικαλισμού, της άγρας ψήφων και της διαμόρφωσης συσχετισμών. Και φυσικά όπως σε κάθε συνέδριο, έτσι και τώρα, υπήρξαν εκατέρωθεν καταγγελίες για νοθεία σε εκλογές ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων μέσω της νομιμοποίησης ή μη σωματείων.
Οι δυνάμεις του εργοδοτικού συνδικαλισμού ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ προσέρχονται στο συνέδριο, χωρίς κανένα ίχνος αυτοκριτικής, όπως έδειξε η στάση τους στα πρόσφατα συνέδρια ομοσπονδιών (ΟΤΟΕ, ΟΙΥΕ) και εργατικών κέντρων (Θεσσαλονίκης, Πειραιά). Επιδιώκουν την αναπαραγωγή τους, παρότι αναμένεται μείωση των δυνάμεών τους.
Στην προηγούμενη διοίκηση της ομοσπονδίας είχαν 33 στις 45 έδρες. Ο κυβερνητικός – εργοδοτικός συνδικαλισμός που εκφράζεται από τις δύο παρατάξεις αναμένεται να κυριαρχήσει και σε αυτό το συνέδριο.
Φαίνεται πως διατηρούν το μηχανισμό τους, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, στον απονεκρωμένο χαρακτήρα πολλών σωματείων και ομοσπονδιών που λειτουργούν ως διαμεσολαβητές της εργοδοσίας στο εργατικό κίνημα, χωρίς μαζικές διαδικασίες.
Τις προηγούμενες μέρες έκανε την εμφάνισή του το Ενωτικό Μέτωπο Εργατικών Ισχυρών Συνδικάτων (ΕΜΕΙΣ), με τη συμμετοχή γνωστών συνδικαλιστών που διαχωρίζονται από την ΠΑΣΚΕ, όπως οι πρόεδροι της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, του ΕΚΑ, συνδικαλιστές από τις συγκοινωνίες κ.α. Εμφανίζουν αγωνιστικό πρόσωπο, χωρίς ωστόσο αγωνιστικές πρακτικές, καθώς δεν συνέβαλαν πουθενά στην ανάπτυξη των αγώνων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την απεργιακή απραξία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, παρά τα μεγάλα λόγια, καθώς μια σειρά ομοσπονδιών και συνδικάτων που βρίσκονται, αλλά και την κραυγαλέα ανυπαρξία του ΕΚΑ, υπογραμμίζοντας πως αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να συμβάλουν στην αντιστροφή της πορείας στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Από την άλλη πλευρά, ούτε η συνδικαλιστική αριστερά δείχνει να μπορεί να ταράξει τα νερά στην Αλεξανδρούπολη.
Η Αυτόνομη Παρέμβαση (ΣΥΡΙΖΑ) εμφανίζει περισσότερους αντιπροσώπους και αναμένεται να αυξήσει ποσοστό και έδρες, χωρίς ωστόσο αντιστροφή του συσχετισμού. Παρά την αντιμνημονιακή της φιλολογία το προηγούμενο διάστημα, η στάση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στο εργατικό κίνημα καθορίζεται από την καταστροφική λογική της κοινοβουλευτικής απάντησης και του «ώριμου φρούτου». Επιδιώκει την εκλογική κατάληψη των διοικήσεων των σωματείων και τη συγκρότηση κομματικού μηχανισμού, δείχνοντας μεγάλη προθυμία να ενσωματώνει τμήματα της γραφειοκρατίας της ΠΑΣΚΕ. Ο κύριος προσανατολισμός των δυνάμεών του, είναι προς την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ενώ λίγες δυνάμεις συμμετέχουν στο Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων.
Βασικό πρόβλημα της τακτικής της Αυτόνομης Παρέμβασης στον ιδιωτικό τομέα, είναι ότι δεν έρχεται σε πραγματική ρήξη με την εργοδοσία σε μια σειρά χώρους. Επιμένει στη λογική του «μη χείρον βέλτιστον» για να δικαιολογήσει τη στάση υποχώρησης ή συμβιβασμού σε κρίσιμους χώρους (πχ Τράπεζες, Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων). Σε αρκετούς εργατικούς αγώνες απουσίαζαν εντελώς οι συνδικαλιστικές της δυνάμεις και εκπροσωπούνταν από κάποιο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ, παρά την κριτική τους απέναντι στον εργοδοτικό συνδικαλισμό, διαμορφώνουν μια τακτική αγώνων χαμηλής έντασης, αδυνατώντας να υπερβούν το «αγωνιστικό» ημερολόγιο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Δεν επιδιώκουν να χαράξουν μια πολιτική συγκέντρωσης των αναγκαίων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα αναμετρούνται με την αστική λαίλαπα. Το ΠΑΜΕ αρνείται την κοινή δράση, ακόμα και στα επείγοντα ζητήματα πάλης στο εργατικό κίνημα. Όπου δεν κυριαρχεί, τις περισσότερες φορές αρνείται να στηρίξει ή να συμμετέχει ενώ όπου κυριαρχεί, χτίζει τεχνητά «τείχη» ανάμεσα στις ταξικές δυνάμεις και τους αγωνιστές. Η πολιτική του, δυσκολεύει το εργατικό κίνημα να αναπτύξει μια δυναμική νικηφόρας αναμέτρησης με την αστική πολιτική.
Σήμερα ωριμάζει -σαν αναγκαιότητα και σαν δυνατότητα- μια τομή στο συνδικαλιστικό κίνημα. Δυναμώνει η τάση για ανεξάρτητους και μαχητικούς εργατικούς αγώνες. Δημιουργούνται συντονισμοί σωματείων σε όλο και περισσότερες πόλεις και κλάδους. Εντείνονται οι αναζητήσεις για τους στόχους και τις μορφές έκφρασης των εργατικών συμφερόντων.
Απαραίτητος όρος για να νικήσουν οι αγώνες, για να αλλάξουν τα πράγματα στο εργατικό κίνημα και στους πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς, είναι η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Η στάση κάθε αριστερής δύναμης μπροστά σε αυτή την ανάγκη αποτελεί κριτήριο για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πάλη για τα εργατικά συμφέροντα.
Σημαντικό ζήτημα, στην κατεύθυνση της ταξικής ανασυγκρότησης, είναι η δημιουργία συντονισμών σε όλο και περισσότερες πόλεις και κλάδους, η ενίσχυσή τους, ο μεταξύ τους συντονισμός. Άμεσο ζητούμενο αποτελεί η δημιουργία ενός κέντρου αγώνα, με τη συμβολή όλων των μαχόμενων σωματείων, συντονισμών, εργατικών συνελεύσεων, επιτροπών αγώνα και κάθε ταξικής δύναμης.
Που θα μπορεί να δώσει ώθηση στην οργάνωση της πάλης για την αξιοπρεπή ζωή των εργαζόμενων και ανέργων και τη διαμόρφωση ενός πλαισίου διεκδικήσεων και άμεσων στόχων πάλης.
Που θα ενισχύσει αποφασιστικά τους αγώνες που θα ξεσπούν, ώστε να μπορούν να συνολικοποιούνται και να παίρνουν πανεργατικό χαρακτήρα.
Που θα οργανώνει αγώνες με χαρακτηριστικά κλιμάκωσης και σύγκρουσης, σε αντιπαράθεση με τον υποταγμένο συνδικαλισμό, τους «αγώνες διαμαρτυρίας» και τις κινήσεις-ντουφεκιές.
Σε αυτό όλες οι ταξικές δυνάμεις οφείλουν να συμβάλλουν σε κάθε σωματείο, σε χώρο δουλειάς, σε κάθε συνέλευση.