Αντίθετα η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι δεν είναι αντίθετα στο Σύνταγμα, τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) τα άλλα μέτρα που προβλέφθηκαν για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα από το Μνημόνιο ΙΙ, όπως είναι η μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά 22% και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών, η κατάργηση του επιδόματος γάμου, η κατάργηση της υπογραφής των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (κατώτερες αποδοχές) μετά από διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων (ΣΕΒ-ΓΣΕΕ), η λεγόμενη «μετενέργεια», κ.λπ.
Οι Σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν ως αβάσιμους για «λόγους υπέρτερου κοινωνικού συμφέροντος» όλους τους ισχυρισμούς της Γ.Σ.Ε.Ε., της Ο.Τ.Ο.Ε., των άλλων Οργανώσεων, κ.λπ. που είχαν προσφύγει στο ΣτΕ, εκτός από αυτούς που αφορούν την διαιτησία.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική η κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία για την επίλυση εργασιακών θεμάτων (αύξηση αποδοχών, επιδόματα, άδειες, αργίες, κ.λπ.).
Αναλυτικότερα, κρίθηκε ότι το άρθρο 3 της Π.Υ.Σ. 6/2012 με το οποίο ορίσθηκε ότι «η προσφυγή στην διαιτησία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση συμφωνία των μερών, αντίκειται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του Συντάγματος και ως εκ τούτου είναι ακυρωτέα».
Αντίθετα, με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ επανήλθε η διαιτησία στο παλαιό νομοθετικό καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο μπορούσαν να πηγαίνουν στην διαιτησία προς επίλυση όλα τα θέματα των εργασιακών σχέσεων και όρων (μισθοί, επιδόματα, άδειες, κ.λπ.). Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν αντισυνταγματική τη ρύθμιση τόσο της Π.Υ.Σ. 6/2012, όσο και του νόμου 3899/2010 που περιόριζε τη διαιτησία αποκλειστικά μόνο στον καθορισμό του βασικού μισθού και ημερομισθίου.
Να σημειωθεί ότι η διαιτησία είναι ένας μηχανισμός επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Συγκεκριμένα, με την προϊσχύουσα νομοθεσία, αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων δεν κατέληγαν σε κοινή συμφωνία, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη είχε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει τη διαδικασία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς ώστε να ρυθμιστούν οι όροι αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, είτε του κλάδου, τον οποίο αφορούσε η διαφορά, είτε του συνόλου των εργαζομένων, αν αντικείμενο της διαφοράς ήταν η σύναψη εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Με την 6/2012 Π.Υ.Σ. καταργήθηκε η δυνατότητα αυτή έτσι ώστε, σε περίπτωση κατά την οποία η συλλογική διαφορά δεν κατέληγε σε συμφωνία, δεν υπήρχε δυνατότητα να επιβληθούν γενικοί όροι εργασίας, υποχρεωτικοί για τους εργοδότες. Η ακύρωση της σχετικής διάταξης της Π.Υ.Σ. έχει ως συνέπεια να επανέρχεται σε ισχύ το παλαιότερο καθεστώς ως προς το θέμα αυτό.
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιανουάριο του 2012 είχαν προσφύγει στο ΣτΕ μεταξύ των άλλων, η Γ.Σ.Ε.Ε., η Ο.Τ.Ο.Ε., η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (Π.Ο.Ε.Σ.Υ.), Σύλλογοι τραπεζοϋπαλλήλων (Γενικής Τραπέζης Ελλάδος, Τράπεζας Αττικής και στη Marfin-Εγνατία Τράπεζα), καθώς και άλλα σωματεία εργαζομένων από διάφορους χώρους.
Στη συνέχεια στις 7 Δεκεμβρίου 2012 συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ. Πρόεδρος ήταν ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος, εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Ηρακλής Τσακόπουλος και συμμετείχαν συνολικά 31 δικαστές.
Εξ αυτών, δύο ήταν αντιπρόεδροι (Αθανάσιος Ράντος και Δημοσθένης Πετρούλιας), τρεις ήταν πάρεδροι χωρίς δικαίωμα ψήφου και δύο σύμβουλοι Επικρατείας ήταν αναπληρωματικοί.
Τον Απρίλιο του 2013 πραγματοποιήθηκε η διάσκεψη των δικαστών κεκλεισμένων των θυρών. Η υπόθεση έμεινε στα χέρια του εισηγητή 19 μήνες και σήμερα δημοσιεύθηκε η επίμαχη απόφαση.
Να σημειωθεί ότι στην απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για το Μνημόνιο Ι (απόφαση 668/2012) συμμετείχαν 55 δικαστές.
ΠΗΓΗ.